διαφορήσῃ

διαφορήσῃ
διαφορήσηι , διαφόρησις
plundering
fem dat sg (epic)
διαφορέω
spread abroad
aor subj mid 2nd sg
διαφορέω
spread abroad
aor subj act 3rd sg
διαφορέω
spread abroad
fut ind mid 2nd sg
διαφορέω
spread abroad
aor subj mid 2nd sg
διαφορέω
spread abroad
aor subj act 3rd sg
διαφορέω
spread abroad
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διαφόρηση — η (Α διαφόρησις) 1. διασπορά, σκόρπισμα 2. άφθονη εφίδρωση αρχ. 1. αρπαγή, κλέψιμο 2. εξάτμιση, διάλυση 3. εξάντληση 4. αμφιβολία, ενδοιασμός, αμηχανία …   Dictionary of Greek

  • διαφορητικός — ή, ό (Α διαφορητικός, ή, όν) αυτός που προκαλεί διαφόρηση*, εφίδρωση αρχ. 1. αυτός που διασκορπίζει («δύναμις διαφορητικὴ οἰδημάτων», Διοσκουρίδης) 2. αυτός που έχει εφίδρωση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”